περισπειρασάμενος

περισπειρασάμενος
περισπειρᾱσάμενος , περισπειράω
wind round
aor part mid masc nom sg (attic)
περισπειρᾱσάμενος , περισπειράω
wind round
aor part mid masc nom sg (doric aeolic)
περισπειρᾱσάμενος , περισπειράω
wind round
aor part mid masc nom sg (attic)
περισπειρᾱσάμενος , περισπειράω
wind round
aor part mid masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”